γονατιστός

γονατιστός
-ή, -ό [γονατίζω]
1. πεσμένος στα γόνατα, γονυκλινής
2. το θηλ. ως ουσ. η Γονατιστή
η εορτή τής Πεντηκοστής.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • γονατιστός — ή, ό επίρρ. ά πεσμένος στα γόνατα, γονυκλινής: Ζητούσε γονατιστός τη βοήθειά μου …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Μιστράς — I Βυζαντινή πολιτεία της Πελοποννήσου, έξι χιλιόμετρα ΒΔ της Σπάρτης, ερειπωμένη σήμερα, η οποία στάθηκε στο προσκήνιο της ιστορίας για δύο αιώνες και τα ερείπιά της αποτελούν πολύτιμη πηγή για τη γνώση της ιστορίας, της τέχνης και του πολιτισμού …   Dictionary of Greek

  • Σάμος — I Αρχαίος επιγραμματοποιός (3ος αι. π.Χ.). Ηταν γιος του Χρυσόγονου, του συμβούλου του βασιλιά της Μακεδονίας Φίλιππου E’. Επειδή απόφευγε να κολακεύει το βασιλιά Φίλιππο, ο τελευταίος διέταξε να τον θανατώσουν (204 π.Χ.). Σύμφωνα με μαρτυρίες… …   Dictionary of Greek

  • αναγέννηση — I Χρονική περίοδος της ευρωπαϊκής ιστορίας, που ακολουθεί τον Μεσαίωνα.Με τον όρο Α. (ιταλ. Rinascimento, Rinascita Rinascenza,γαλλ. Renaisance), σε αντιδιαστολή προς τον Μεσαίωνα που θεωρείται περίοδος βαρβαρότητας, χαρακτηρίζεται ένα… …   Dictionary of Greek

  • γονυκλινής — ές (AM γονυκλινής, ές) ο γονατιστός. [ΕΤΥΜΟΛ. < γόνυ + κλινής < κλίνω (πρβλ. επικλινής, κατακλινής)] …   Dictionary of Greek

  • γονυπετής — ές (AM γονυπετής, ές) ο γονατιστός. [ΕΤΥΜΟΛ. < γόνυ + πετής < πίπτω (πρβλ. δυσπετής, χαμαιπετής)] …   Dictionary of Greek

  • γονυπετώ — ( έω) (AM γονυπετῶ, έω) [γονυπετής] 1. πέφτω στα γόνατα, γονατίζω 2. ικετεύω γονατιστός …   Dictionary of Greek

  • γόνατο — Άρθρωση που συνδέει το μηριαίο οστό με την κνήμη. Στην άρθρωση αυτή συμμετέχει και ένα άλλο οστό, η επιγονατίδα, που βρίσκεται μέσα στον τένοντα του τετρακέφαλου μυός. Η κυρτή αρθρική επιφάνεια των μηριαίων κονδύλων εφάπτεται με την ελαφρώς κοίλη …   Dictionary of Greek

  • προσπέφτω — Ν 1. πέφτω στα πόδια κάποιου για να τόν παρακαλέσω, ικετεύω, εκλιπαρώ κάποιον γονατιστός («μήτε πρόσπεσα στον ήσκιο σου και για να σού δεηθώ», Παλαμ.) 2. συνεκδ. παραδέχομαι το σφάλμα μου και ζητώ συγγνώμη ταπεινωμένος, ταπεινώνομαι μπροστά σε… …   Dictionary of Greek

  • υποκλείω — ΜΑ παρακαλώ κάποιον γονατιστός αρχ. κλείνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + κλείω «κλείνω»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”